Новогреческий словарь
τρίωρος
τρίωρ|ος
трёхчасовой
;
τό ~ο — три часа
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
трёхчасовой
? —
τρίωρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
τρίωρος
? — трёхчасовой
#
(ново)греческий словарь
—
αμαξάδικο
—
αφετηρία
—
ιεραποστολή
—
αποπεραίνω
—
απελευθέρωση
—
γυμνωσιά
—
οικοστολή
—
ψευδοκλασικισμός
—
εξακοσιοστός
—
σερμένος
—
θερμαίνομαι
—
δασωτός
—
μαγεύτρα
—
κυανιούχος
—
πυελίς
—
ιστιοποιείο
—
αραβικός
—
τσιρλίζομαι
—
μαγγανικός
—
γραμματοσημεμπορία
—
αιμοσκοπία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве