Новогреческий словарь
αναβίβαστρον
αναβίβαστρον
το тех.
домкрат
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
домкрат
? —
αναβίβαστρον
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναβίβαστρον
? — домкрат
#
(ново)греческий словарь
—
ανεξίθρησκος
—
τσιγγουνεύομαι
—
αυτοκαταστροφή
—
κρυόπλασμα
—
ελασματοβράγχιοι
—
απολλύω
—
πρηνής
—
ποσοτικός
—
χαχάνισμα
—
ηλίαση
—
ευυποληψία
—
εφησυχάζω
—
χαλασμός
—
συκομορέα
—
αλλοιωμένος
—
ξεροβήχω
—
θριαμβευτικά
—
γλυπτό
—
βαλτοτόπι
—
φετίς
—
τρουλίσκος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве