|
η 1) прозвище; 2) давание прозвища #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прозвище? — προσονομασία как на (ново)греческом будет слово давание прозвища? — προσονομασία как с (ново)греческого переводится слово προσονομασία? — прозвище, давание прозвища — πλειονότητα — δρωπίκι — αερόπλανο — ξεφτίλα — γκουβερνάντα — πύραυνος — κουτρούλλης — παγοποιός — ματίζω — κολλυβιστής — ακοινωνησία — διχαλωτός — ξεκαθάρισμα — βρουχιέμαι — υαλοποιείο — συχωρνώ — λιανοτρέμω — αστηθος — οπλοστάσιο — νοσηρά — μπανιάρομαι |
|||