Новогреческий словарь
λειτουργικός
λειτουργικός
церк.
литургический
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
литургический
? —
λειτουργικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
λειτουργικός
? — литургический
#
(ново)греческий словарь
—
ψηφοθηρικά
—
αγαθοεργός
—
απαθανάτιση
—
διάταμα
—
διπλότυπο
—
σβόμπος
—
δουλοπρεπής
—
εγκληματώ
—
ενδοστρέφεια
—
ρεματισμός
—
ξεσφίγγομαι
—
πάτρων
—
κρούσω
—
αμαντάριστος
—
σεληνογραφία
—
ίσια
—
βουνήσχος
—
αρχαιογνώστης
—
Ιουδαίος
—
αποδαύτος
—
κώνος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве