|
το 1) жеребёнок; 2) лошадка, конёк #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жеребёнок? — αλογατάκι как на (ново)греческом будет слово лошадка? — αλογατάκι как на (ново)греческом будет слово конёк? — αλογατάκι как с (ново)греческого переводится слово αλογατάκι? — жеребёнок, лошадка, конёк — ποίκιλμα — αφρόντιδος — ψευδεπίγραφος — ρουμελιώτικα — καφεΐκός — αναρχιστικός — μπαρουτόσκαγα — απροσδιόριστος — απογευματινά — φεγγαριάτικος — κοσμολόγητος — ζαλιγγώνομαι — θερμαντήρ — αναπαράγω — χρυσωρυχείο — γυναικολάτρης — φέϊγ-βολάν — αντιπρότασις — χρηματόγραφο — πτύσιμον — πτώχεψη |
|||