|
η длиннорукость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово длиннорукость? — μακροχειρία как с (ново)греческого переводится слово μακροχειρία? — длиннорукость — σλαυολόγος — ιστορικός — δαντελλάς — ασύνδετος — υδροφόρα — σιτιστής — ξυγκοκέρι — ξεριζωμός — αρνητικός — πυξίον — ποτήριον — αναρχομαλάκας — βύσσινίος — φωνογράφηση — αντηχητικός — επάκτιος — καπνοσύριγγος — χοιρότριχα — αχρήστευση — ψαθυρότητα — αδιαφορώ |
|||