|
обходить (закон и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обходить? — καταστρατηγώ как с (ново)греческого переводится слово καταστρατηγώ? — обходить — δασοκόμος — αρίδα — ακουστικά — ομοιοτέλευτος — αντεξεγείρω — καινοθήρας — γυμναστική — άταχτος — ερυθρόξυλον — πτερύγισμα — ακαλόπιαστος — σκολιότητα — ελκυστίνδα — περίστυλος — πατάνη — εκούσια — ασυνερισιά — δημοσιεύω — αποκατεστημένος — αβύθιστος — αποστάλαγμα |
|||