|
прибывший из другого места, пришлый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прибывший из другого места? — αλλοφερμένος как на (ново)греческом будет слово пришлый? — αλλοφερμένος как с (ново)греческого переводится слово αλλοφερμένος? — прибывший из другого места, пришлый — ασφέρδουκλας — γλιστριόρικος — διατηρώ — ασελιδοποίητος — διαγγελία — σεχταριστικά — μυροποιείο — σπινθηριστής — ανακέφαλος — άθλος — ουρηθρίτιδα — μυθογραφώ — αρπαγή — αρχαιοπώλης — μερισμένος — αμαρτωλός — συστοιχίζω — ύπνωση — ενεσπάρην — εμβολάς — αυταρχικός |
|||