|
мед. инсуфлировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово инсуфлировать? — εμπνευματώ как с (ново)греческого переводится слово εμπνευματώ? — инсуфлировать — μάκενα — σπογγαλιεύς — ακαταγωνίστως — κοινοβιότης — αγριοκάτσικο — εγχέλιον — καταδίωξη — κοπανιστήρι — μικρομέγαλος — εξερευνητής — ξεφούσκωμα — χρίσμα — συρίγγωση — αταχυδρόμιστος — αγλωσσοφάγωτος — καζάνι — Φιλλανδός — λούλα — σκονίζομαι — κατολισθαίνω — απαρακολούθητος |
|||