Новогреческий словарь
διαλαμβάνω
διαλαμβάνω
(αόρ. διέλαβον, παθ. αόρ. διελήφθην)
содержать, заключать в себе
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
содержать
? —
διαλαμβάνω
как на
(ново)греческом
будет слово
заключать в себе
? —
διαλαμβάνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαλαμβάνω
? — содержать, заключать в себе
#
(ново)греческий словарь
—
τρυγόνα
—
βαρβαρισμός
—
αδίκως
—
εκχλόωση
—
παραλαμβάνω
—
ματινάδα
—
οπάλι
—
πραγματικός
—
κλωστή
—
λαδόκονο
—
ποικιλόχρωμος
—
αλιάδα
—
γλαρώνω
—
καμφορέλαιο
—
μεταφυσική
—
γαλβανίζομαι
—
ετεροφυλλία
—
βιβλιοτεχνία
—
προπαιδειό
—
εκπροσώπηση
—
ακρόαμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве