|
ο меандр (узор, характерный греческий орнамент) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово меандр? — μαίανδρος как с (ново)греческого переводится слово μαίανδρος? — меандр — μοναστικός — μαγευτής — αβάντα — λησμονιούμαι — κάστα — βωλί — απαρεξήγητος — αναρριχτά — γητευτής — χορωδώ — αμαξοποιός — θυμιάτισμα — ανάβλημα — τρελαμένος — μυλωνού — σφυγμογράφημα — χαραγματιά — συρικτός — αυτοθιγενής — ερινεός — βαμβακουργία |
|||