|
(-ιδος) η мед. колит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово колит? — κολίτιδα как с (ново)греческого переводится слово κολίτιδα? — колит — απευθυσμένο — κοψοχείλης — αραιά — αυτόνομον — αιμοχαρής — λιακωτό — υποδεκάμετρο — απασπάτευτα — καταβεβλημένος — ακριδοφάγος — νογάω — διασπασμένος — αντικληρικός — όστια — μεταβιβάσιμος — νταρντάνα — αυτοδιαφημίζομαι — φουρνόφτυαρο — απορροφημένος — αναποφάσιστον — σταχτοθήκη |
|||