κολίτιδα

формы словаβ
κολίτιδα
(-ιδος) η мед. колит



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово колит? — κολίτιδα
как с (ново)греческого переводится слово κολίτιδα? — колит


απευθυσμένοκοψοχείληςαραιάαυτόνομοναιμοχαρήςλιακωτόυποδεκάμετροαπασπάτευτακαταβεβλημένοςακριδοφάγοςνογάωδιασπασμένοςαντικληρικόςόστιαμεταβιβάσιμοςνταρντάνααυτοδιαφημίζομαιφουρνόφτυαροαπορροφημένοςαναποφάσιστονσταχτοθήκη




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit