|
бурлить, вздымать пену #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бурлить? — αφρομανώ как на (ново)греческом будет слово вздымать пену? — αφρομανώ как с (ново)греческого переводится слово αφρομανώ? — бурлить, вздымать пену — αστυκτηνίατρος — εξαετής — κοκαλιάρικος — δευτερότητα — σμάλτωμα — αντιπαραθέτω — ευνομία — τουφεκιοφόρος — φαλαινοθηρικός — αστραφτερός — επαρκής — ραδιοτεχνίτης — μπαλλόνι — περγαμηνή — στήνω — εκζεματικός — παναθηναϊκός — διάτρητος — μπουκίτσα — ανταφαιρώ — υδρομεταλλικός |
|||