Новогреческий словарь
δικέλλι
δικέλλι
το
мотыга
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мотыга
? —
δικέλλι
как с
(ново)греческого
переводится слово
δικέλλι
? — мотыга
#
(ново)греческий словарь
—
εφοδιάζω
—
βερνικώνω
—
υμνολόγος
—
κλωστοϋφαντουργείο
—
βιοποριστικός
—
εντέρινος
—
καλαμωτός
—
ρίκνωση
—
καλύτερος
—
απόγκωνος
—
βαγόνι
—
επέλευσις
—
ταχυπορία
—
επιψευδαργύρωση
—
αθανασία
—
εξόντωση
—
λεπτεπίλεπτος
—
λιθοτόμος
—
ασήμωτος
—
αρχίδι
—
κωλόξυλο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω