ακανθυλλίς

формы словаβ
ακανθυλλίς
(-ίδος) η щегол (птица)



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово щегол? — ακανθυλλίς
как с (ново)греческого переводится слово ακανθυλλίς? — щегол


βιαιοπαθήςσοδομιτικόςχλευασμόςτετρακοσαριάγλυκοκοιτώαποσκλήρυνσηεπίτοκοςβολιδοσκόπησηψυχολάτρηςχασισοπότηςραδιοτηλέφωνοσταυραδερφόςκουρσάρικοςπραότηταμεγαλήγοροςρητινούχοςλαμπάδαδιδακτορίααντιπερισπασμόςανακεφαλαιώνωκαλοπέφτω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit