|
(-ίδος) η щегол (птица) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово щегол? — ακανθυλλίς как с (ново)греческого переводится слово ακανθυλλίς? — щегол — βιαιοπαθής — σοδομιτικός — χλευασμός — τετρακοσαριά — γλυκοκοιτώ — αποσκλήρυνση — επίτοκος — βολιδοσκόπηση — ψυχολάτρης — χασισοπότης — ραδιοτηλέφωνο — σταυραδερφός — κουρσάρικος — πραότητα — μεγαλήγορος — ρητινούχος — λαμπάδα — διδακτορία — αντιπερισπασμός — ανακεφαλαιώνω — καλοπέφτω |
|||