Новогреческий словарь
κόλπιος
κόλπι|ος
относящийся к заливу
;
~ον ρεύμα — Гольфстрим
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
относящийся к заливу
? —
κόλπιος
как с
(ново)греческого
переводится слово
κόλπιος
? — относящийся к заливу
#
(ново)греческий словарь
—
φλεγματικά
—
χρονομετρικά
—
ανεξιστόρητος
—
τουφεκισμός
—
ελληνομάθεια
—
προσηλυτίζω
—
σφαλιστός
—
ανεπίκριτος
—
ακριβογυιός
—
κωλόξυλο
—
κοντσέρτο
—
λάσσο
—
διακονιάρικος
—
ακραίος
—
γραφογνωστική
—
σκλαβώνω
—
περισκόπιο
—
παίδαρος
—
τρίκωχος
—
φιαλοθέτης
—
διοπτικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве