|
завладевать, овладевать (чем-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово завладевать? — κατακυριεύω как на (ново)греческом будет слово овладевать? — κατακυριεύω как с (ново)греческого переводится слово κατακυριεύω? — завладевать, овладевать — κοττέτσι — αλιεία — σκαρφαλωτός — αδρομάλλης — θυμωμένος — ψυχοβόρος — βήλα — μολυβδίαση — φωταγωγημένος — αμετάστρεπτος — απόθλιψη — αμπελότοπος — σφυγμομέτρηση — ευφυολόγος — επιδιόρθωση — καθωσπρέπει — αδάνειστος — ταίζω — παράξενος — εως — ψυχοσωματικά |
|||