|
мед. инъекционный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово инъекционный? — εγχυματικός как с (ново)греческого переводится слово εγχυματικός? — инъекционный — ολοστόλιστος — θαλασσοκόρακας — καπνάς — δεδουλευμένος — χοντραίνω — μεταμορφώνομαι — απομαθαίνω — χτίριο — δυναμικά — τυφλώνω — προπερισπωμένη — πολυέλαιος — θρασομονώ — έξάπους — ψαλιδισμένος — κράμα — ενδοκρινολογία — μερικεύω — πυθμένας — παλιοσκρόφα — τσομπαναριό |
|||