|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πουτσίζω? — — αλεξίβροχος — χαροπός — φωτοηλεκτρισμός — κατεργασία — πιστότητα — εγκυμονώ — δημοσιονομία — εξαπτέρυγος — βιοτέχνης — ξινομούνα — πύρινος — μπροστά — σουτάς — παλιόμουτρο — πορθμείο — κακομούτρης — επανάκτηση — ροζιάρης — κερκόπορτα — πειθαναγκάζομαι — υδροδείχτης |
|||