|
το коврик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коврик? — ταπέτο как с (ново)греческого переводится слово ταπέτο? — коврик — επειξη — διφορούμενος — ρυάκι — έεκεια — κορδελλού — παλινδρομικά — ορνιθοσκαλίσματα — τεταρταίος — ντουφέκισμος — δώριος — προικιό — παροξυσμός — Φλεβάρης — μαυροπελαργός — ασφάραγος — γλυτωτής — μονόπρακτος — περίθαλψη — λουλουδικό — ατσάκιστος — βαγαπόντικος |
|||