Новогреческий словарь
παλιοκάραβο
παλιοκάραβο
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
παλιοκάραβο
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αδόκητος
—
βαρύγδουπος
—
λογοκόπημα
—
ενδαρτηρίτις
—
αργυρούς
—
βρωμιάρης
—
μάκτρο
—
αποθετήριον
—
τενόρος
—
ανημποριάζω
—
στουπώνω
—
παραπληρωματικός
—
κυριαρχικός
—
σίφωνας
—
μανουάλι
—
κουρνιασμένος
—
ανεκδήλωτος
—
κύκνος
—
ράντζο
—
καταπιάνομαι
—
προσανατολιστικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,