|
η мужской половой член #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мужской половой член? — ψωλή как с (ново)греческого переводится слово ψωλή? — мужской половой член — κεραμιδοκάμινο — ταπεινοφρόνως — γούπατος — δευτεροετής — κείμενο — τόπι — κουφό — γιοτ — φανοκόρος — μακροπόδαρος — αλγολαγνεία — οψιμάδα — ζούλα — πολιός — μάδισμα — ωμοπλατοσκοπία — κερδεύω — σφριγηλότητα — νεκρόδειπνο — συναναστροφή — χρυσόνημα |
|||