|
полулегальный; ~η κατάσταση — полулегальное положение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полулегальный? — μισοπαράνομος как с (ново)греческого переводится слово μισοπαράνομος? — полулегальный — γοργάδα — ατμήλατος — ποινικοποιούμαι — ζαχαροποίηση — νάζι — ψυχοφυσική — επτακοσιάκις — νεωτερικά — αλλοτριωμένος — Ερατώ — κατατεμαχίζω — προβιβάζω — αληγής — υποψήφιος — απροετοιμασία — απολυμαντήρας — μαλλιαρίζω — ξέπλεγος — πτερυγίζω — δένω — λυγγιάζομαι |
|||