|
η 1) бродяжничество; 2) хулиганство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бродяжничество? — αλητεία как на (ново)греческом будет слово хулиганство? — αλητεία как с (ново)греческого переводится слово αλητεία? — бродяжничество, хулиганство — ζιγγίβερι — πρεβάζι — κορυδαλλός — χορηγικός — λειαντήρας — ψητάρης — βιολιστής — ξερότοπος — κομπλέ — σιγοβράζω — αναταραχή — κομπλιμεντάρισμα — πυροτεχνουργός — πολυμερισμός — καταπιστεύω — αλατοχημεία — πεθερός — πονοκεφαλιά — ενδεκαπλάσιος — καπλαντοβελώνα — ουριοδρομώ |
|||