διασπαστικός

формы словаβ
διασπαστικός
раскольнический;
          ~ή δράση — раскольническая деятельность



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово раскольнический? — διασπαστικός
как с (ново)греческого переводится слово διασπαστικός? — раскольнический


αποπλύνωμοιρολογώεγγράφωςερίνωσιςαναπαριστάνωπαραμέρισμαβρασερόςκλωτσοπατώαναλικνίζωβιβλίοβυζαντινισμόςβαρήσκιωτοςπεριάνθιοξεραγγιανόςδευτερολογώσυμβολαιογραφίαελληνόγλωσσοςγειτονίαανθεστήριαξετυφλώνομαικαθυστερώ




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit