|
раскольнический; ~ή δράση — раскольническая деятельность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово раскольнический? — διασπαστικός как с (ново)греческого переводится слово διασπαστικός? — раскольнический — αποπλύνω — μοιρολογώ — εγγράφως — ερίνωσις — αναπαριστάνω — παραμέρισμα — βρασερός — κλωτσοπατώ — αναλικνίζω — βιβλίο — βυζαντινισμός — βαρήσκιωτος — περιάνθιο — ξεραγγιανός — δευτερολογώ — συμβολαιογραφία — ελληνόγλωσσος — γειτονία — ανθεστήρια — ξετυφλώνομαι — καθυστερώ |
|||