|
меновой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово меновой? — αλλακτικός как с (ново)греческого переводится слово αλλακτικός? — меновой — γαρλαύτης — 'λιοκαμένος — απερίγραπτος — άσειστος — πλαστική — παριστάνω — αιματοποσία — χειροτονία — απελευθερία — αλλοφθαλμία — εθελοδουλία — αθηνιώτικος — ποντιφικός — σκουντί — γαλαζόπετρα — φοινικιά — χορταρικά — καγχάζω — μπούτι — λοξοδρόμηση — μίσθωμα |
|||