|
не обратившийся в бегство; недрогнувший #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не обратившийся в бегство? — αλάκιστος как на (ново)греческом будет слово недрогнувший? — αλάκιστος как с (ново)греческого переводится слово αλάκιστος? — не обратившийся в бегство, недрогнувший — σκανδαλοθηρίο — σουβάντισμα — μανικέττι — βωκος — ξευτιλίζομαι — λεηλασία — σαράγι — χηρεύω — αναμνηστικός — παραπέμπω — αλεστικός — έμπεδος — πιανιστικός — σκιάδι — βαλεριάνή — ισχίο — φτωχοποίηση — καματάρισσα — ουδέτερος — διαξύλωση — μονογένεσις |
|||