Новогреческий словарь
καθολική
καθολική
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
καθολική
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ισοκράτημα
—
εβδομηκονταετηρίδα
—
διατοιχίζω
—
υγρόληκτος
—
μουσκίδι
—
απόβαση
—
ακαμίνιαστος
—
επένδυμα
—
επίλοιπος
—
χώνεμα
—
γαργάλισμός
—
εγνώσθην
—
αχρίζω
—
κεντήστρα
—
αριθμούμαι
—
μονοπωλιστής
—
κομουνιστικός
—
αλληλοσπαράσσομαι
—
κοψοχρονιά
—
αντιπρυτανεία
—
τρελούτσικος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве