Новогреческий словарь
συγκαταρίθμησις
συγκαταρίθμησις
(-εως) η
причисление, отнесение к числу
кого-л.
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
причисление
? —
συγκαταρίθμησις
как на
(ново)греческом
будет слово
отнесение к числу
? —
συγκαταρίθμησις
как с
(ново)греческого
переводится слово
συγκαταρίθμησις
? — причисление, отнесение к числу
#
(ново)греческий словарь
—
άβλεπτος
—
εμπρεσσιονίστρια
—
ευθυντήριος
—
υλικότητα
—
αλαφρόπετρα
—
ρουμπινύς
—
γενικώς
—
βαμβακούλα
—
τόγα
—
επίχειρον
—
ψωράλογο
—
ξεπεταρούδι
—
αρχύτερα
—
μεταρσιώνω
—
καλλυντικός
—
καλοκάθομαι
—
αητός
—
ανδρόγυνο
—
ρημαδιακό
—
φθειρίζομαι
—
αερόσφαιρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве