|
гордый; είμαι ~ — гордиться; === είμαι ~ στ' αυτιά или έχω ~ο αυτί — плохо слышать; быть глухим #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гордый? — περήφανος как с (ново)греческого переводится слово περήφανος? — гордый — εκδίδω — παρθενωπός — επίστεγον — παραλιακός — ηγουμενεύω — ζάχαρη — κανάκια — πυροσβέστης — κατασπάζομαι — αντρόκαρδος — ξάλεσμα — ύφεση — τηρητής — ολόκοντα — επιτυγχάνω — ναυσιβλάβεια — γνοιαστικός — ασυντέλεστος — βαριεστιμάρα — προσφυγόπουλο — αργόστροφος |
|||