|
предвещать, предзнаменовать; αυτό δέν ~ει τίποτε τό καλό — [phrase]это не предвещает ничего хорошего[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово предвещать? — προμηνάω как на (ново)греческом будет слово предзнаменовать? — προμηνάω как с (ново)греческого переводится слово προμηνάω? — предвещать, предзнаменовать — παραμορφωτικός — αναγκασμένος — αισχροκερδής — χειρομάντισσα — γνωριστής — μοντερνίστρια — Σεβαστούπολη — γαλακτοπαραγωγή — νηματουργείο — ξυστρίς — τιμαριθμικός — κακοφορμίζω — προστυχιά — κύφωμα — διπλόστομος — κουφοθάλασσα — γυμναστής — ένδοση — ξαναπαντρευμένος — βύζαμα — ευτελής |
|||