Новогреческий словарь
αναπόδειχτος
αναπόδειχτ|ος
1)
недоказанный
;
2)
недоказуемый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
недоказанный
? —
αναπόδειχτος
как на
(ново)греческом
будет слово
недоказуемый
? —
αναπόδειχτος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναπόδειχτος
? — недоказанный, недоказуемый
#
(ново)греческий словарь
—
ευανάγνωστος
—
κατασκευαστής
—
μασουρίζω
—
ατροποποίητος
—
τετραγωνισμός
—
έγκατα
—
πολιορκώ
—
πλατομέτωπος
—
απόπειρα
—
συρματοποιώ
—
μοδάτος
—
βουρκοτόπι
—
ξεσέρνω
—
χρονογράφος
—
σωφρόνισμα
—
ευφημιστής
—
συμφωνώ
—
ατνώς
—
ανάφτερος
—
ανώγειον
—
ελαφοειδή
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве