Новогреческий словарь
συνδεδεμένος
συνδεδεμένος
онлайн
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
συνδεδεμένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
δεκαπενταέτης
—
επιπλάσσω
—
πόρος
—
ιδιοποίηση
—
παρατρώγω
—
κατάτμηση
—
ζευζεκιά
—
μαθητεύω
—
εποικιστικός
—
πουριτανισμός
—
ξημέρωμα
—
σιταράτος
—
ασυμπόνετος
—
τζιντζερόσουπα
—
φάτνωμα
—
μπριάνι
—
αρχαιολατρία
—
ζαβά
—
διέκχυτρο
—
πρόποση
—
αίσθημα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве