Новогреческий словарь
πνευμονικός
πνευμονικός
лёгочный
;
~ά νοσήματα — лёгочные заболевания
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лёгочный
? —
πνευμονικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
πνευμονικός
? — лёгочный
#
(ново)греческий словарь
—
κωλομάγουλο
—
διασκέδαση
—
ψηλά
—
πεταύρωμα
—
καστρί
—
βαμβακέμπορος
—
διαπνοϊκός
—
στεφάνη
—
βραχμάνος
—
κανονικότητα
—
απόχη
—
συνδιδασκαλία
—
κορυδόψιχα
—
διάσιμο
—
οιστραδιόλη
—
αυτοχειρία
—
αφροζύμωτος
—
αγριελιά
—
υπερτέλειος
—
ευαισθητοποιούμαι
—
αποσέλλωμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве