|
лёгочный; ~ά νοσήματα — лёгочные заболевания #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лёгочный? — πνευμονικός как с (ново)греческого переводится слово πνευμονικός? — лёгочный — τριχοτομώ — φιντανάκι — κληρονομητήριο — ηγουμενικός — κάτοικας — απαρηγορησιά — εύσωμος — φωλιά — επανασυζητώ — χρωμιούχος — ξιπασμένος — πλαγιοκαλπασμός — εφικτός — υπέρτερος — νεοφερμένος — ανθοφορώ — γαλαξιακός — εμπροθέσμως — μυγδαλιά — αφιλαρχία — ταπεινωτικά |
|||