|
η пармезан (сыр для макарон) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пармезан? — παρμεζάνα как с (ново)греческого переводится слово παρμεζάνα? — пармезан — αλετρόπιασμα — νιαούρισμα — γεννήτρια — αποπνιγμός — σκληραργίλιο — δυσεπανόρθωτος — λυπησιάρης — σφηνώνομαι — κωδωνοστοιχία — θεριστικότητα — πληρωμή — πέδιλο — τρικέρατος — κομματιάζομαι — δακτυλογραφικός — θριαμβεύτρια — λιόλαδο — πτυκτός — αιματώνω — μεταρρύθμιση — στραβοπόδαρος |
|||