|
το монокль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово монокль? — μονόκλ как с (ново)греческого переводится слово μονόκλ? — монокль — αεροεξπρές — καθεκλοποιείο — διακριτικότητα — δυσίατος — καθοδηγητικός — σελιδοποιητικός — νευροπαθολόγος — υπερφρονώ — τζάνεμ — αντιφεγγίζω — ζοχαδιακός — γυναικόκοσμος — κοφίνα — φουλάρι — αλλοστράτισμα — γόγγος — αιτιολογώ — ξεθέρμισμα — πεντάμετρος — επεπάγην — τεκμηρίωση |
|||