|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σπιτονοικοκυρά? — — κοινότητα — αιμάτωση — αγοραστής — τροχίζω — μαραθώνιος — συμπυκνωμένος — αλανιάρης — διατείνω — ριζοσπαστικοποίηση — ξεπιάνω — στύφω — μετόχι — αμηνολόγητος — καζάρμα — συμβόλαιο — χιονάκι — μολόχα — διαδότης — αργίλιο — απόνηρος — επιτροπεύων |
|||