σπιτονοικοκυρά

формы словаβ
σπιτονοικοκυρά



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово σπιτονοικοκυρά? —


κοινότητααιμάτωσηαγοραστήςτροχίζωμαραθώνιοςσυμπυκνωμένοςαλανιάρηςδιατείνωριζοσπαστικοποίησηξεπιάνωστύφωμετόχιαμηνολόγητοςκαζάρμασυμβόλαιοχιονάκιμολόχαδιαδότηςαργίλιοαπόνηροςεπιτροπεύων




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit