|
агрономический, агротехнический; ανωτάτη (μέση) ~ή σχολή — сельскохозяйственный институт (техникум) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово агрономический? — γεωπονικός как на (ново)греческом будет слово агротехнический? — γεωπονικός как с (ново)греческого переводится слово γεωπονικός? — агрономический, агротехнический — βάψιμο — βολιδωτός — ανθρακοειδής — ελαιόδεντρο — θεματολογία — απερίσκεφτος — διάολος — περισποόδαστος — γαργαλίζομαι — αγροβιολογία — αβλαστήμητος — συνηρημένος — ορθούμαι — φιλομαθής — σπιρουνίζω — μυστηριώδης — γεροντοπός — μονατομικός — πανιερότητα — προδόρπιον — ελεγκτέος |
|||