|
1) помогать певчему; 2) болтать без конца; === όπως τού ~άς ψέλνει — [phrase]он пляшет под чужую дудку[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово помогать певчему? — καλοναρχώ как на (ново)греческом будет слово болтать без конца? — καλοναρχώ как с (ново)греческого переводится слово καλοναρχώ? — помогать певчему, болтать без конца — αποκεφαλιστής — παροχή — μπεκροκανάτα — δυσμετάρλητος — ξυπόλητος — ηγεμονικός — ωδινώμαι — εναέριος — νανοηλεκτρονική — διασκελίζω — διχαστικός — συνελών — εξάδιπλος — μεταξουργείο — λογοκριτικός — ψάλτης — αμφιδρομοκωλάριος — χειμωνικός — αγωγιάτης — υποεπιτροπή — ολάρφανος |
|||