|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πλευστότητα? — — αερόστατο — αφή — ετέρωθεν — στομφώδης — συνεζευγμένος — γαλάλιθος — νυκτοφύλακας — αταχυδρόμητος — σκυλοπόταμος — κολποσκόπιο — προσκολλώμαι — ακόσσιστος — αμαξάς — χαρτομανία — συνοφρύωση — αποκρουστικός — ισάδελφος — δαιμονόπαιδο — βρούχημα — χρηματιστήριο — εγγυητικός |
|||