Новогреческий словарь
πρακτορείο
πρακτορείο
το
агентство
;
ειδησεογραφικό ~ или ~ ειδήσεων — информационное агентство
;
~ τύπου — агентство печати
;
~ μεταφορών — транспортное агентство
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
агентство
? —
πρακτορείο
как с
(ново)греческого
переводится слово
πρακτορείο
? — агентство
#
(ново)греческий словарь
—
αθρησκία
—
ανάβρυτος
—
θερμαστής
—
πρόταση
—
επίσιον
—
φουντουκύς
—
μετανάστης
—
εγκεχυμένος
—
τσουχτερός
—
ντιβανοκασέλα
—
νερολούλουδο
—
ριζό
—
καταγραφεύς
—
υπερκοπιάζω
—
εκδίκαση
—
συγκαταλέγομαι
—
σωματοφυλακή
—
τσελεπής
—
κλεπταποδόχος
—
φιλοφρόνημα
—
ραδιουργώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве