|
το мед. ганглиома #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ганглиома? — γαγγλίωμα как с (ново)греческого переводится слово γαγγλίωμα? — ганглиома — δρομοκοπάω — λυσσομανία — φρύγετρο — εργαλειοστάσιο — σαρακοφάγωμα — γερμανοφιλία — αυτοδιάθεση — πρωκτός — σφίγγω — πολωτικός — αναβάλλομαι — φεγγάρι — σκαλίζω — κέϊκ — μαντέκα — αυτοσυντηρούμαι — γουμένισσα — ανερμάτιστα — δανδής — πίννα — νάνος |
|||