|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μπεκιαρλίκι? — — σαρανταρίζω — γουλίζω — σάλπισμα — μεσπιλέα — πλάτυνση — απόπτωση — τσατίλας — περδικλωμός — αργείτικος — αποδίδουσα — μηχανισμός — επινώτιον — πλειότερος — αμωλώπιστος — λαογραφία — αποστροφή — εύπλοια — αυξητικά — γλυκομιλώ — ασηπτον — νερομάζωμα |
|||