|
пикироваться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пикироваться? — πικάρομαι как с (ново)греческого переводится слово πικάρομαι? — пикироваться — κοσπεντάρι — γοργοκαβαλλάρης — σιδερωτής — κολλώδης — καμπανέλλα — κουτούλιακας — αποσφάζω — εκλεκτικός — ύγρανση — συναθλητής — βαίνω — στρατάρχης — αρχινίζω — πορνείο — αριθμομνήμων — λιχουδιά — πανσλαβισμός — αιδημόνως — σαρκώνω — μολάρω — καβαλλίνα |
|||