Новогреческий словарь
ειπείν
ειπείν
:
κυρίως ~ — собственно говоря
;
ούτως ~ — так сказать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ειπείν
? —
#
(ново)греческий словарь
—
κερματισμός
—
τυποποιία
—
εφήβαιο
—
τριετηρίδα
—
εκφώνηση
—
οδοντολογία
—
καταχεριάζω
—
πρόληψη
—
ψείρισμα
—
ξεθολώνω
—
λιθανθρακωρυχείο
—
θεσιθηρώ
—
ξερολίθι
—
απλοχωριά
—
σβήσιμο
—
ανατολικώς
—
αμακατζής
—
λουσάτος
—
κήρυκας
—
παραχείμαση
—
λιπουρία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве