|
(αόρ. ξεκρέμασα) 1) снимать (повешенное); 2) отцеплять (зацепившееся) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово снимать? — ξεκρεμάω как на (ново)греческом будет слово отцеплять? — ξεκρεμάω как с (ново)греческого переводится слово ξεκρεμάω? — снимать, отцеплять — ανάργητος — υπνολάλος — γάλι-γάλι — κληρονομώ — μυσταγωγία — βορβός — υδροβιότοπος — εγκατεσπαρμένος — ματεριαλισμός — αρραχίς — λιμνογράφος — βιολέτα — φθογγογραφία — απόσυρση — παίδαρος — δαγκωμένος — γλωσσοκοπώ — συκομαγίδα — αστραποβολάω — πλατσομύτης — ανάρμενος |
|||