Новогреческий словарь
ξεκρεμάω
ξεκρεμάω
(αόρ. ξεκρέμασα) 1)
снимать
(повешенное);
2)
отцеплять
(зацепившееся)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
снимать
? —
ξεκρεμάω
как на
(ново)греческом
будет слово
отцеплять
? —
ξεκρεμάω
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξεκρεμάω
? — снимать, отцеплять
#
(ново)греческий словарь
—
ξεσκαλώνω
—
ασεβής
—
πριονοταινία
—
καταδίδω
—
ανήλικος
—
ενεπρήσθην
—
τοιχοδομή
—
φτωχοκόριτσο
—
απαθώς
—
εισποιητός
—
κατηφόρα
—
τσατσάρα
—
οψιμιά
—
πιρουνιά
—
αποκλεισμένος
—
ανδρείκελο
—
άυπνος
—
ανταριάζω
—
βούκινο
—
σταφυλοθεραπείο
—
μήνυμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,