|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οινολογικά? — — ύμνηση — κάρυον — έγινα — προαγορά — ανεκτέλεστος — σείσμα — ποιμνιοβοσκή — σιδηροθλάστης — οντογένεση — ζωντοχήρα — αεροσκάφος — εντεροχορδή — επεξήγηση — λείμμα — πεντάλεπτος — σωμασκία — μακαρονιστής — μύρωμα — ωσμόμετρο — αναπειστικός — λαμπίτσα |
|||