Новогреческий словарь
έπλευσα
έπλευσα
αόρ. от πλέω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
έπλευσα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
μασάλια
—
σοβάντισμα
—
χοντρόπετσος
—
γαλακτοσκόπιο
—
άναρχα
—
κυνορεξία
—
αλεποτρίχης
—
αμπακος
—
ανατροφοδότηση
—
πετσοκόβω
—
παρέβην
—
αναμαζωξάρα
—
σκουφί
—
αποδόχος
—
σταύρωμα
—
αραποσιτιά
—
αναβάθρα
—
επίσαξη
—
εργοδότρια
—
ξεμαρκάρω
—
μελιτριόζη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве