Новогреческий словарь
σπερματαγωγός
σπερματαγωγός
бот., зоол.
семявыносящий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
семявыносящий
? —
σπερματαγωγός
как с
(ново)греческого
переводится слово
σπερματαγωγός
? — семявыносящий
#
(ново)греческий словарь
—
κεραυνοβολία
—
ξωτάρης
—
βλαστάριον
—
ταβλαδόρος
—
ταχυβόλος
—
γαμβρός
—
δροσολογώ
—
αθορύβητος
—
προσμένω
—
σερβίτσιο
—
δαυλί
—
ξερότοπος
—
αυτοκινητοδρομία
—
διάβρεξη
—
απόλιγα
—
αδιάφορος
—
φορτωτικός
—
Καλλιόπη
—
εναντιοδρομία
—
λακωνισμός
—
ξανθιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,