|
(-ώο) μετ. оправдывать (по суду) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оправдывать? — αθωώνω как с (ново)греческого переводится слово αθωώνω? — оправдывать — σπλαχνότητα — καταναλωτός — κατακυρίευση — μοτοσυκλετικός — χορταριασμένος — ξαμώνω — προεξέχω — αποστασία — μονοκατοικία — παρωρεία — πλαγιαστός — παστίτσιο — καρυκεύω — σύν — σερνάμενος — μισάζω — τομίδιο — οδούς — διαμονή — παράβλημα — απάγκιο |
|||